- εκθάπτω
- (αόρ. εξέθαψα, παθ. αόρ. εξετάφην) μετ.1) эксгумировать, выкапывать (из могилы); 2) выкапывать из земли, откапывать, отрывать; 3) перен. откапывать, обнаруживать, находить
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εκθάπτω — και ξεθάπτω και ξεθάβω (AM ἐκθάπτω) 1. βγάζω από τον τάφο 2. γεν. ξεχώνω κάτι καλά κρυμμένο νεοελλ. ανακαλύπτω κάτι χαμένο ή λησμονημένο … Dictionary of Greek
θάπτω — (AM θάπτω) βλ. θάβω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. θάπ τω < *θαφ , το οποίο εμφανίζεται με τις μορφές θαπ και ταφ (με τον νόμο τής ανομοιώσεως τών δασέων) και ανάγεται σε ΙE *dhmbh «σκάβω» (η απαθής βαθμίδα *dhembh τής ρίζας δεν απαντά) + επίθημα τω (πρβλ.… … Dictionary of Greek